- προταμιείον
- τὸ, Αδωμάτιο που βρίσκεται πριν από την αποθήκη.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ταμιεῖον «αποθήκη, θησαυροφυλάκιο» (< ταμιεύω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προταμιεῖον — room before a storeroom neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)